- περόνιασμα
- τό1) протыкание, прокалывание вилкой; 2) пронизывание (о ветре, холоде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περόνιασμα — το, ατος 1. το τρύπημα με πιρούνι. 2. η προσβολή από την υγρασία: Τρομερό περόνιασμα κάνει το κρύο σήμερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περόνιασμα — το, Ν [περονιάζω] 1. η διατρύπηση με πιρούνι 2. το έντονο αίσθημα κρύου ή υγρασίας … Dictionary of Greek
πιρούνιασμα — το, Ν [πιρουνιάζω] το περόνιασμα … Dictionary of Greek